πάθα

πάθα
πάθᾱ , πάθη
passive state
fem nom/voc/acc dual
πάθᾱ , πάθη
passive state
fem nom/voc sg (doric aeolic)
πάθᾱ , πάθος
that which happens
neut nom/voc/acc pl (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πάθᾳ — πάθαι , πάθη passive state fem nom/voc pl πάθᾱͅ , πάθη passive state fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάθας — πάθᾱς , πάθη passive state fem acc pl πάθᾱς , πάθη passive state fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάθαν — πάθᾱν , πάθη passive state fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρε — και μπρε και ωρε και μωρέ και ρε 1. (επιφώνημα) δηλώνει έκπληξη, θαυμασμό, απορία κ.λπ. για πράγματα ή γεγονότα ανέλπιστα («βρε!», «βρε, βρε», «βρε, κακό πού παθα») 2. (κλητικό) δηλώνει: α) περιφρόνηση («βρε παλιοτόμαρο») β) οικειότητα («βρε… …   Dictionary of Greek

  • κλαίω — και κλαίγω (AM κλαίω, Α αττ. τ. κλάω, αιολ. τ. κλαΐω, Μ και κλαίγω) 1. χύνω δάκρυα για να εκφράσω τη θλίψη μου ή, σπανίως, και τη χαρά μου (α. «κλαίει σαν μωρό παιδί» β. «κι αν δε σε κλάψει η μάννα σου, ο κόσμος σε δακρύζει», Πολίτ. γ. «στην… …   Dictionary of Greek

  • φολιά — Α πιθ. (κατά τον Ησύχ.) «πάθα. Χρύσιππος δὲ καὶ τὸ σέλινον οὕτω λέγει» …   Dictionary of Greek

  • πάθ' — πάθαι , πάθη passive state fem nom/voc pl πάθᾱͅ , πάθη passive state fem dat sg (doric aeolic) πάθε , πάσχω have aor imperat act 2nd sg πάθε , πάσχω have aor ind act 3rd sg (homeric ionic) πάτε , πάτος trodden masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάθαι — πάθη passive state fem nom/voc pl πάθᾱͅ , πάθη passive state fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”